Μόντρεαλ

Μόντρεαλ
το г. Монреаль

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Μόντρεαλ" в других словарях:

  • Μόντρεαλ — (Montreal). Πόλη (3.215.708 κάτ. το 2001) του Καναδά στη γαλλόφωνη επαρχία Κεμπέκ (7.455.208 κάτ., 1.540.680 τ. χλμ.). Η περιοχή του σημερινού Μ. έως τον 16ο αι. αποτελούσε τόπο εγκατάστασης αυτοχθόνων. Άρχισε να αποικίζεται από τους Γάλλους το… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Κεμπέκ — I (Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Κοέν, Λέοναρντ — (Leonard Cohen, Μόντρεαλ 1934 –). Καναδός τραγουδιστής, συνθέτης και ποιητής, εβραϊκής καταγωγής. Το 1954 άρχισε τη μουσική του σταδιοδρομία με ένα κάντρι συγκρότημα του Μόντρεαλ. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη συγγραφή ποιημάτων και μυθιστορημάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

  • Ράδερφορντ, Έρνεστ — (Rutherford, Νέλσον, Νέα Ζηλανδία 1871 – Κέμπριτζ 1937). Άγγλος φυσικός. Αφού σπούδασε στη γενέτειρα του, πήρε το πτυχίο των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών από το Καντέρμπερι Κόλετζ του Κράιστσερτς χάρη σε διαδοχικά σχολικά βραβεία. Με… …   Dictionary of Greek

  • Φερλάν, Αλμπέρ — (Ferland, Μόντρεαλ 1872 – 1943). Καναδός ποιητής που έγραψε σε γαλλική γλώσσα. Ανήκε στη λεγόμενη Σχολή του Μόντρεαλ, που, μιμούμενη τα γαλλικά παρνασσικά και συμβολικά πρότυπα, έδωσε στην καναδική ποίηση μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Δείγμα αυτής… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»